Κόκκινα τριαντάφυλλα για μένα

Ο αέρας μύριζε ζοφερά και γλυκά, μια παράδοξη γλύκα από βαθιά κι από πολύ παλιά, η γλύκα των ξεχασμένων τραυμάτων.
     Ο ήλιος έδυε γρήγορα, έβλεπα τη σκιά μου ν' αλλάζει και να μακραίνει συνεχώς κι ύστερα να αγωνίζεται να κρατηθεί στον ξεφτισμένο τοίχο και τελικά να εξαφανίζεται σαν να μην είχε υπάρξει ποτέ. Σαν να μην ήταν τίποτε άλλο παρά η προσπάθειά μου να αποδράσω από τον εαυτό μου. 
     Έμενα ακίνητη.

Τριγύρω απλώθηκε μια υπόκωφη βουή από σουρσίματα και τριξίματα καθώς οι πόρτες έκλειναν και διπλοκλειδώνονταν, τα παράθυρα σφάλιζαν και τα μάνταλα ελέγχονταν ξανά και ξανά. Κράτησε λίγες στιγμές κι έσβησε. 
     Η πόλη κρατούσε την αναπνοή της.

Έστεκα ακίνητη, ανίκανη να σαλέψω. Η σκέψη μου στριφογυρνούσε αποπροσανατολισμένη από την γλυκύτητα της αίσθησης, προσπαθώντας να με προειδοποιήσει, να με συνετίσει και να δώσει τις κατάλληλες εντολές ώστε να κινήσω τα μέλη μου και να ανοίξω την πόρτα. Δίπλα ακριβώς από την είσοδο του σπιτιού μου μπορούσα να δω αφισοκολημένη τη διάταξη με τις οδηγίες ασφαλείας και τα μέτρα που έπρεπε να παίρνει κάθε κάτοικος σε αυτή την πόλη, κάθε νύχτα μέχρι το πρώτο φως. Τις ήξερα πια όλες απ' έξω, ο καθένας στην πόλη τις είχε μάθει πια καθώς η προφύλαξη ήταν η μόνη λύση, ο μόνος λόγος που δεν υπήρχαν θύματα κάθε νύχτα, όταν στην πόλη έβγαινε εκείνο.
     Τις γνώριζα πάρα πολύ καλά, αλλά δεν μπορούσα να σαλέψω.

 Βαθμιαία η σκέψη κόπασε. Έμεινα ακόμη εκεί, να σκέφτομαι πως ήταν τόσο σκοτεινά που δεν έβλεπα ούτε τον αέρα, πως ανάσαινα την ίδια τη νύχτα.


Κάθε απόβραδο σταματούσα στο ίδιο ακριβώς σημείο.

Κάθε πρωί ξυπνούσα στο κρεβάτι μου χωρίς την παραμικρή ενόχληση και μάλιστα με την εξώπορτα μου ξεκλείδωτη. 
     Δεν είχα ποτέ καμία ανάμνηση από καμία νύχτα, μονάχα την μετέωρη αίσθηση ότι ονειρεύτηκα, ότι ονειρεύτηκα πάρα πολύ, τόσο που τα όνειρά μου πρέπει να ήταν από ύλη, ύλη τραχιά, που πληγώνει σαν
πυκνωμένη αγάπη.

Κάθε πρωί στο κατώφλι μου με περίμενε ένα κόκκινο τριαντάφυλλο.
 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου