Καθώς θα αποσύρεται...

Το παντοδύναμο μεσημέρι λίκνιζε με ηδυπάθεια την άπνοη ύπαρξή του πάνω και γύρω απ’ τα ακίνητα νερά της πρασινωπής λίμνης. Παντού σιγαλιά κι ακινησία. Το σώμα της ξάπλωνε στη χλοόσπαρτη όχθη παραιτημένο απ’ όλα εκτός απ’ την ελάχιστη ανάσα του, ενώ παντού τριγύρω ένας ροδόχρωμος ελαφρύς πόθος λίγωνε περισσότερο την αποπνικτική θερμότητα της ώρας. Είχε αποκάμει διασχίζοντας τον μακρύ δρόμο προς τα εκεί, κι έπειτα ψάχνοντας  το φιδωτό μονοπάτι που οδηγούσε στη λίμνη. Έξαφνα ένας απροσδιόριστος ήχος απ’ την άλλη μεριά της όχθης την έκανε να τρανταχτεί, στιγμιαία. Καθώς οι μαλακοί μύες τρεμούλιασαν σαν ημερεμένο κύμα πάνω στην άμμο, η επιδερμίδα ένιωσε ένα απαλό αεράκι να ανασηκώνει γλυκά το χνούδι του βραχίονα και να εξατμίζει τις ελάχιστες σταγόνες ιδρώτα που γυάλιζαν νωχελικά. Επέστρεψε στην ακινησία κι έκλεισε τα μάτια. Χαμηλά στην κοιλιά της ένιωθε τώρα την αλλόκοτη υποψία ενός ελαφριού γαργαλητού που κολυμπούσε άλλοτε προς το στήθος κι άλλοτε τυλιγόταν ηδονικά γύρω από τις λαγόνες. Αφήνοντάς τo να την νανουρίσει, κοιμήθηκε.
            Όταν άνοιξε τα μάτια η κίνηση της γης είχε ήδη απομακρύνει τη λίμνη απ’ την αδηφάγα επίδραση του ήλιου κι είχε φέρει κοντύτερα στην ώρα το απόγευμα. Ανάσανε βαθιά. Μπορούσε τώρα να μυρίσει τα μέχρι πριν λίγο στραγγαλισμένα από τη ζέστη αρώματα γύρω της. Το νοτισμένο χώμα στην όχθη της λίμνης, ανάκατο με την πράσινη στασιμότητα των χαμηλών βράχων. Τη βαριά λιπαρή οσμή των νούφαρων ανακατεμένη με την πρώτη υποψία της βραδινής δροσιάς. Έκανε να γυρίσει το κεφάλι, να κοιτάξει προς τη λίμνη, μα δεν μπόρεσε. Κοιτάζοντας με την άκρη του ματιού της το πράσινο πλάτωμα όπου είχε ακουμπήσει ώρες πριν το μάγουλό της είδε πως τα κοκκινωπά μαλλιά της δεν υπήρχαν πια, στη θέση τους μόνο χορτάρι στο ίδιο χρώμα, στο ίδιο σχήμα που τα είχε αφήσει προτύτερα να ακουμπήσουν, μόνο που ενωνόταν πάντα με το κεφάλι της. Έκλεισε τα μάτια απότομα. Δεν ήταν σίγουρη πια ότι μπορούσε ακόμη να κουνά να πόδια της. Ένιωθε πάντα την προηγούμενη ηδονική αίσθηση να σέρνεται πάνω τους, όχι μονάχα γύρω τους, μα μέσα, να διατρέχει τα οστά και τις κλειδώσεις τους αφήνοντάς την κατάκοπη από μια κόπωση γλυκών ονείρων και ναρκωμένων αναμνήσεων. Έμεινε λίγο έτσι, αφουγκραζόμενη. Οι μυρωδιές κι οι ανεπαίσθητοι ήχοι ήταν εκεί. Το σώμα της, μεταβαλλόμενο, ήταν εκεί. Μια κλιμακούμενη αλλόκοσμη ευτυχία την παρέσερνε πάλι στον ύπνο.
            Πριν ακόμη ανοίξει και πάλι τα μάτια ήξερε πως το ευγενικό τοπίο δεν είχε πάψει να ρουφά την απροσδιόριστη πια ύπαρξή της. Ανάσανε και πάλι βαθιά, μέσα απ’ τη γη κι ίσως όχι μόνο από αυτή, χαϊδεύοντάς την με τα χωμάτινα χέρια της καθώς έβλεπε τα πρώτα αστέρια να εμφανίζονται στο θριαμβευτικό στερέωμα. Οι μυρωδιές δεν ήταν πια τόσο ξεκάθαρες όσο πριν, παρά ενώθηκαν σε μια απόλυτη και διαρκώς διαφορετική μυρωδιά των πάντων, δική της και ξένη, σωτήρια και τελεσίδικη. Μη γνωρίζοντας πού είναι τα μέλη της κι όμως νιώθοντάς τα να πλέουν ζωντανά στην αχλή μιας πρωτόγνωρης ύπαρξης αποτελούμενης από αρίφνητες εκκενώσεις ομορφιάς, δάκρυσε ή μπορεί και να ένιωσε απλά  μια σταγόνα βραδινής δροσιάς στο σάρκινο ακόμη μάγουλό της.
           
Λίγη ώρα μετά ένας ελαφρύς αναστεναγμός πλημμύρισε εκστατικά το τοπίο. Κράτησε όσο ένα αναφιλητό ή ένα γέλιο που πνίγεται απότομα. Ο βελούδινος παφλασμός του τράνταξε τα νερά της λίμνης, σηκώνοντας ένα σύννεφο μικροσκοπικών σταγονιδίων που ταξίδεψαν μέχρι την όχθη, ραντίζοντας με τα εφήμερα σώματά τους τις κοκκινοπράσινες όχθες, βυθίζοντας τη μνήμη στα χθόνια μέρη της κι επιστρέφοντας τον χώρο στον εαυτό του.
           

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου