Την ημέρα εκείνη

Για πολύ καιρό περιμέναμε εκείνο το πρωί. Βδομάδες ακόμη πριν, ήταν το τελευταίο πράγμα που σκεφτόμασταν πριν κοιμηθούμε και το πρώτο αφού είχαμε ξυπνήσει. Δεν μιλούσαμε φυσικά γι’ αυτό, ποτέ και σε κανέναν. Κοιτάζαμε την οικογένειά μας, τους φίλους, τους συναδέλφους με την άκρη του ματιού μας κι αναρωτιόμασταν πυρετικά: «Θα είναι κι αυτός; Άραγε το αποφάσισε;». Κείνες τις στιγμές η φλογισμένη αναστάτωση στο στήθος μας υψωνόταν θριαμβευτική, τόσο που έπρεπε να κρύβουμε τα χέρια μας κάτω απ’ τα τραπέζια και τα γραφεία μας για να μην φανερώσουμε το τρέμουλο που τα τράνταζε άθελά μας.
      Ο μεγάλος χρόνος αναμονής έκανε σιγά σιγά τη μέρα εκείνη να φαντάζει απρόσιτη και ουτοπική, σαν έναν φανταστικό τόπο που απλώς είχαμε σκεφτεί έντονα κι ακούραστα, χωρίς ωστόσο να τον αγκαλιάσει ποτέ η τρυφερή υλοποίηση ενός πραγματικού χάρτη.
           
Μόλις είχε πάρει να χαράζει όταν βγήκα στο δρόμο. Το πρωινό ήταν ψυχρό κι η ατμόσφαιρα είχε τη διαύγεια του κρυσταλλωμένου πάγου. Τίποτε δεν φαινόταν διαφορετικό από τις άλλες μέρες, κι όμως όλα ήταν.
      Γιατί τώρα μπορούσα να τους δω από παντού να ξεφυτρώνουν, χωμένοι στα μπουφάν και τα κασκόλ τους, προσηλωμένοι σε τίποτα περισσότερο από το βήμα τους. Ήτανε σαν κι εμένα, κάποιους μάλιστα τους έβλεπα καθημερινά, άνθρωποι που μέσα στην παγερή ανυπαρξία του πρωινού πήγαιναν στις δουλειές τους.
      Μόνο που εκείνη την μέρα κανείς δεν μας σταμάτησε εκεί που σταματούσε κάθε φορά. Σκυφτοί κι αμίλητοι προσπεράσαμε τα κτίρια όπου εργαζόμασταν και συνεχίσαμε να κατευθυνόμαστε προς το κέντρο της πόλης, όπου έδρευε το κυβερνητικό μέγαρο. Σκυφτοί και αμίλητοι κι όμως τα κεφάλια μας έκαιγαν σαν να είχαμε πυρετό και τα χέρια μας έτρεμαν ιδρωμένα στις τσέπες μας παρ’ όλο το ψύχος.
      Λίγο πριν τη γέφυρα που θα μας έβγαζε μπροστά στο κτίριο ήμασταν ήδη αρκετοί, μια αλλόκοτη πορεία αμίλητων ανθρώπων που αυξανόταν ασταμάτητα και βάδιζε κουρδισμένα προς το ποτάμι. Φτάσαμε εμπρός στη γέφυρα. Δεν ήταν πια εκεί. Το γιατί το ξέραμε όλοι.

Μόνο η μανία που μας κατέλαβε μετά θα ήταν δυνατή να μας κάνει ικανούς για όσα ακολούθησαν έπειτα. Ουρλιάζοντας, βοηθώντας και προτρέποντας ο ένας τον άλλον καταφέραμε να δημιουργήσουμε αυτοσχέδια περάσματα και σχεδίες, να περάσουμε το ποτάμι και να φτάσουμε μπροστά στο τεράστιο γκριζωπό κτίριο.Οι πρώτες σειρήνες έφτασαν στα αυτιά μας. Δεν είχαμε πολύ χρόνο.
      Κραυγές από παντού απαιτούσαν να γίνει εισβολή στο κτίριο κι ήτανε πια φανερό πως η δύναμη του εξαγριωμένου πλήθους μπορούσε να σαρώσει τα πάντα. Έβλεπα από μακριά όσους είχανε φτάσει να ορμάνε με δύναμη στην βαριά σιδερένια πόρτα και να την ανοίγουν σπάζοντας τις κλειδαριές. Πίσω τα κρατικά οχήματα πλησίαζαν με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Ένιωσα την ανάσα μου να κόβεται απότομα τραντάζοντας το στήθος μου. Μπροστά μου όσοι είχαν περάσει την πόρτα μας καλούσαν με σπασμωδικές χειρονομίες να βιαστούμε. Μάζεψα όλα τα απομεινάρια δύναμης που βρήκα στο καταπονημένο σώμα μου κι έτρεξα πιο γρήγορα. Πρέπει να ήμουν από τους τελευταίους, γιατί κοιτάζοντας πίσω μου είδα πως οι πρώτοι μαυροφορεμένοι άντρες κατευθύνονταν ήδη προς το μέρος μας.
      «Κλείστε την πόρτα!» φώναξα προς το εσωτερικό της αρχικής αίθουσας, γυρίζοντας την πλάτη μου στην πόρτα. «Φέρτε τις κλειδαριές!» συμπλήρωσε κάποιος.

Μόνο που τότε ένας οξύς ήχος πίσω μου με έκανε να σταματήσω. Κοίταξα το πλήθος απέναντί μου να κοιτά προς το μέρος μου, πίσω και πάνω από μένα, στην είσοδο. Ο ήχος ήταν αργός, συριστικός, μεταλλικά ανυπόφορος. Η ανάσα μου κόπηκε. Η σκέψη μου φωτίστηκε. Ένα χέρι με έπιασε από τον ώμο. Ένας λυγμός ακούστηκε πίσω μου. Η λέξη "παγίδα" δαγκώθηκε από κάποιον. Το βλέμμα μιας γυναίκας έξυσε το δέρμα μου.

Γυρίζοντας πρόλαβα μόνο να δω την τελευταία χαραμάδα φωτός πριν η πόρτα κλείσει ορμητικά κι ακουστούν δυσοίωνες οι αλυσίδες και οι κοφτές κινήσεις των χεριών που την ασφάλιζαν από την έξω μεριά, για πάντα...
      Έπειτα το σκοτάδι δονήθηκε κι εγκαταστάθηκε παντού.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου