Το σκοτάδι μέσα

Εκείνος ο καθρέφτης ήτανε το Κακό.

Κρεμόταν πάντα  στην κεντρική αίθουσα του δημαρχείου της πόλης, σκεπασμένος με τα βαριά βελούδινα μαυρόπανα που είχαν φτιάξει οι παλιοί για να προστατέψουν το χώμα και το νερό και τα λογικά μας από τις επικίνδυνες αντανακλάσεις του.

Ο καθρέφτης δεν μπορούσε να μετακινηθεί.
    
Ο καθρέφτης δεν μπορούσε να καταστραφεί.
     Δεν χρειαζόταν φύλαξη ή κάγκελα· κανένας λογικός δεν θα τολμούσε ποτέ να τον πλησιάσει.

Εκείνος ο καθρέφτης ήτανε το Κακό.

Κάθε τόσο η πόλη θυμόταν τον καθρέφτη και τότε ήταν συνήθως Χειμώνας. Οι διηγήσεις θέριευαν και απλώνονταν σε όλες τις γειτονιές. Ήταν ο καιρός που οι παλιοί γίνονταν και πάλι το επίκεντρο της προσοχής, τα πρόσωπα στα οποία στρεφόμασταν όλοι.

Έλεγαν πως ο καθρέφτης είχε εμφανιστεί στην πόλη εξ αιτίας μια παλιάς, ξεχασμένης υπόσχεσης κι άλλοι πως ήταν απ' το μέλλον, άλλοι πάλι πως ήταν αχειροποίητος, άλλοι έλεγαν για μέλισσες καταραμένες και για κεριά, για φωτιές και στοιχειωμένες αγάπες, για αιματηρά ίχνη, ακρωτηριασμένα μέλη που κρατούσαν τη μνήμη των τελευταίων αγγιγμάτων και θάλασσες προκατακλυσμιαίες κι αμαρτίες που εξαφάνιζαν το χρόνο και ξεβρασμένα κήτη.
     Τα έμπλεκε όλα αυτά η πόλη στη μυθολογία της.

Εμείς όμως το μόνο που ξέραμε στα σίγουρα ήτανε πως εκείνος ο καθρέφτης ήτανε το Κακό, το κουτί της Πανδώρας, ο Αρμαγεδδών κι ο Αφανισμός μας.


Γιατί εκείνος ο καθρέφτης μπορούσε να μας δείξει την αντανάκλασή μας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου