ιστορικός μέλλοντας


Εκείνη τη μέρα τη θυμόμαστε.


Ίσως γιατί η βροχή που θα πέσει θα ‘ναι μαζί με ήλιο, με τόσο ήλιο που δεν θα ξέρεις αν αυτά που θα ξεπλένουν τα πάντα θα ‘ναι τα νερά ή το φως.

Ίσως γιατί τα χέρια που θα μας χτενίσουν θα ‘ναι πορφυρά, πορφυρά και λεπιδοφόρα και θα μας χτενίσουν για πρώτη φορά και θα φέρουν στον κόσμο τ’ αληθινά, τα πραγματικά μας μαλλιά.

Ίσως γιατί θα δαγκώσουμε πρώτη φορά τη λέξη πριν την πούμε κι έτσι θα νιώσουμε έξαφνα την άγνωστη, μυστική της γεύση.

Ίσως, πάλι, γιατί εκείνη η μέρα θα ‘ναι η μέρα που θα μας βρει η ποίηση, τ’ ανείπωτα κι η αγάπη, 
η μέρα που κάποτε ήρθε, ή κάποτε θα έρθει, ή θα έρχεται ξανά και ξανά και που ίσως κάποια στιγμή θα μπορούμε να πούμε γι' αυτήν πως έχει έρθει.



Εκείνη τη μέρα
           τη θυμόμαστε.


Ιστορίες πριν γραφτούν

Από αυτή την πλευρά, μέχρι εκεί που φτάνει το μάτι, θα μπούνε τ' αγριάμπελα.
     Φιδογυριστά, ίσαμε το ψήλωμα κι έπειτα πάλι μέχρι τη θάλασσα, να κρεμάνε τα βαριά σώματά τους πάνω απ' το χώμα, να σκάνε σταφύλια μέλι, να βάφουν τις πέτρες και τα ζωύφια κόκκινο, λιγοθυμιά και μύθους.


Δίπλα θα μπούνε τα σπίτια.
     Με τις αυλές στη σκιά των δέντρων, να βρέχει και ν' αστράφτουν οι πλάκες τους φως και σκιά. Να 'ρχονται οι άντρες με τα βαριά χέρια να ζυμώνουν τα σώματα των γυναικών, κάτι ανείπωτο να τρέμει για μια στιγμή, κάτι με λίγο γέλιο και λίγο πόθο και σύννεφα.


Πίσω, η θάλασσα.
     Να ντύνει λάμψη σώματα και βότσαλα, οστρακόδερμα και παλιά ξεχασμένα τραγούδια. Να τρέφει ξόρκια, έρωτες δεμένους στο μαντήλι, στα ιστία και στα βράχια τα σκοτεινά, εκείνα που μένουν μόνα, που βραδιάζουν με τους λυγμούς τους και ξημερώνουν αρμύρα και λησμονιά.


Μετά τα πάντα θα είναι έτοιμα.

Τότε θα 'ρθει η φωτιά
                        και θα ξεκινήσουν όλα.

Αστικοί θρύλοι ΙΙ

Τη χρονιά που τα δέντρα άνθισαν μέσα στο χιόνι η πόλη θυμήθηκε παλιούς, ζοφερούς έρωτες.

Περπατούσες, λένε, σκυφτός, προσπαθώντας όσο μπορούσες να μην κοιτάξεις, να μην αφήσεις τη ματιά σου να πληγωθεί απ' το παράδοξο.

Τα χρώματα, λένε, είχαν αλλάξει.
     Λίγο πιο βαθύ κόκκινο, λίγο πιο θαμπό κυπαρισσί. Η μυρωδιά σου τσάκιζε το λογικό, το κορμί και τη μνήμη.

Τη χρονιά που τα δέντρα άνθισαν μέσα στο χιόνι δεν τη θυμάται κανείς, παρόλο που ο καθένας ξέρει κάποιον που έχει ακούσει πως κάποιος άλλος θυμάται τα πάντα.

Κάποιοι λένε πως θα 'ταν κάποιο λάθος, μια μικρή ανωμαλία, ένα παράξενο ρήγμα στο χωροχρόνο. Κάποιοι πως δεν μπορεί, θα υπάρχει κάποια εξήγηση, μια αιτία που απλά δεν την ξέρουμε ακόμη, που ίσως να μην τη μάθουμε ποτέ. Άλλοι πως στην πραγματικότητα δεν είναι αλήθεια, πως δεν συνέβη ποτέ. 
     Και υπάρχουν και κάποιοι που λένε πως ήταν ποινή, τιμωρία και εκδίκηση.

Να αντέξεις δύο άνοιξες τη μία μετά την άλλη.