Η κουρτίνα

Κοιτούσε από το παράθυρο το κόκκινο χρώμα. 
Δεν ήξερε ποιος λόγος την είχε σπρώξει να το κάνει αυτό, να τραβήξει εκείνη τη μέρα την κουρτίνα και να κοιτάξει έξω. Δεν το έκανε ποτέ, ακόμα κι αν ήθελε. Ακόμα κι αν κάποιες φορές το να κοιτάξει έξω από το παράθυρο ήταν το μοναδικό πράγμα που θα μπορούσε να την κρατήσει λογική.

Κανείς δεν κοίταζε έξω από κανένα παράθυρο πια.

Δεν ήταν επειδή έτσι δεν πήγαινε ο νους σου σε όσα συνέβαιναν εκεί έξω, όχι, δεν ήταν καθόλου γιατί δεν ήξερες. Ήξερες, ήξερες παρά πολύ καλά τι γινόταν εκεί έξω. 

Δεν ήταν ούτε γιατί προσπαθούσες να το ξεχάσεις - δεν γινόταν, δεν μπορούσες να το ξεχάσεις έτσι κι αλλιώς.  

Γιατί το μάτι σου έπεφτε στην κουρτίνα. Η κουρτίνα ήταν παντού.
Η κουρτίνα σε θυμόταν πάντα.

Όσες φορές κοιτούσες την κουρτίνα -κι ήταν πολλές, παρά πολλές οι φορές που το βλέμμα σου έπεφτε πάνω της μέσα στο σπίτι- ήξερες, θυμόσουν το έξω. Τι κι αν η μόνωση έπνιγε τις κραυγές και τους γδούπους, τι κι αν τους έκανε να μην είναι ήχοι, εσύ τους άκουγες. Τι κι αν η κουρτίνα έκρυβε, εσύ έβλεπες. Η κουρτίνα γινόταν διάφανη.

Τελευταία τα κτίσματα είχαν αρχίσει να χτίζονται χωρίς τζάμια και χωρίς παράθυρα για να μην χρειάζεται η κουρτίνα. Χτίζονταν μόνο από μπετόν κι ενώνονταν με υπόγειες σήραγγες για να μην χρειαστεί να δεις ποτέ, ποτέ το έξω. Έτσι κάποια στιγμή, μοιραία, δεν θα υπήρχε πια η κουρτίνα κι ίσως τότε το έξω να μπορούσε και να ξεχαστεί για πάντα. 

Γιατί ήτανε δύσκολο, ήτανε πάρα πολύ δύσκολο να ζεις με την κουρτίνα και όλη εκείνη τη γνώση του έξω.

Κοιτούσε από το παράθυρο κι ένιωθε τη φρίκη να τη λυγίζει.

Το σπίτι του καλοκαιριού

«Άδειασε το ποτήρι.

Κάποτε τα καλοκαίρια τα χέρια μας ήταν πάντα κόκκινα από τα μούρα. Σκαρφαλώναμε, τρώγαμε μούρα και κοιτάζαμε άπληστα από τα παράθυρα τους ανθρώπους, ράθυμους μέσα στη ζέστη που έκανε τα πάντα να μυρίζουν θαρρείς περισσότερο. Σκαρφαλώναμε, τρώγαμε μούρα και κρυφοκοιτάζαμε τη ζωή.
     Εκείνο το μεσημέρι το βλέμμα μας στάθηκε σε ένα ορθάνοιχτο παράθυρο. Στο στρώμα δυο γυμνά σώματα έτρεμαν, από κάτι που μας ήτανε άγνωστο. Οι φίλοι μου γέλασαν και προχώρησαν στο επόμενο σπίτι. Εγώ έμεινα να κοιτάζω με πείνα εκείνο το ανεξήγητο, λαμπερό κυμάτισμα των κορμιών, όταν κατάλαβα πως δεν έλαμπαν από τον ιδρώτα αλλά από τις φλόγες. Μέσα σε μια μισοσκότεινη κάμαρα, μέσα στο αδηφάγο καλοκαίρι, δυο σώματα καίγονταν.
     Έτρεξα στην πλατεία, οι άντρες ήταν εκεί, τους είπα λαχανιασμένα ότι στο σπίτι του ξυλουργού δυο σώματα είχαν αρπάξει φωτιά, με κοίταξαν για λίγο, γέλασαν, γύρισαν αλλού. Κάθισα δίπλα στη βρύση και περίμενα.
    Πριν από τη μυρωδιά και τη στάχτη ήρθε η ζέστη. Για μια στιγμή νόμισα πως θα αρπάξουμε κι εμείς φωτιά. Έβαλα το κεφάλι μου κάτω από το νερό καθώς οι χωριανοί μου έτρεχαν προς το σπίτι που καιγόταν.


Αυτό είναι το καμένο μέρος όπου σου είπαν να μην πλησιάσεις και για το οποίο δεν μας αρέσει να μιλάμε. Κάποτε ήταν σπίτι. Κάποτε είχε ζωή και τώρα είναι μόνο στάχτη, γεμίζει τα μάτια σου σαν να θέλει να τα ξεράνει για να μην ξαναδείς πια. 
     Κατά καιρούς όλο και κάποιος λέει πως θα το καθαρίσει και θα το χτίσει, αλλά ποτέ κανείς δεν έκανε κάτι τέτοιο κι ούτε νομίζω ότι πρόκειται να το κάνει. Τα γύρω χωριά λεν ότι αυτό συμβαίνει γιατί στην πραγματικότητα φοβόμαστε. Αλλά εμείς ξέρουμε -δεν το λέμε αλλά το ξέρουμε- πως κατά βάθος θέλουμε να μείνει έτσι, για να μην ξεχαστεί ποτέ εκείνο που δεν πρέπει να ξεχαστεί.

Άδειασε το ποτήρι μου. Γέμισέ το.»

Μαύρη μεγάλη θάλασσα

Τα φυλλώματα σάλευαν αργά, θρόιζαν, κομμάτιαζαν το φως κι έριχναν πάνω μας την τρεμάμενη σκιά τους.
     Δεν προσέχαμε. Ο νους μας έτρεχε.

Ονειρευόμασταν πλοία, θάλασσες ήρεμες και άγνωστα, νυχτωμένα νησιά. 
     Σκεφτόμασταν βράχια και συκιές, βρεγμένα σκοινιά και αρμύρα λευκή, να λάμπει στον ήλιο. 
     Σφυρίζαμε τα ληστρικά τραγούδια των ταξιδευτών και δύαμε μόνοι, τόσο μόνοι όσο κι η θάλασσα που θέλαμε.

Θέλαμε να της μοιάσουμε.

Ξαπλώναμε στο χορτάρι, δεν βρίσκαμε τρόπο να αφήσουμε το σώμα μας. Λέγαμε "είμαστε ξένοι εδώ, το σώμα μας δεν είναι εδώ". Καμιά φορά κλαίγαμε. Μέναμε έπειτα με τα δάκρυα, να καίνε το δέρμα μας, σαν να μας έκαιγε η θάλασσα.

Ξαπλώναμε στο χορτάρι, ψάχναμε χώρο για το σώμα μας, πονούσαμε, κλαίγαμε θάλασσα.
     Τα φυλλώματα σάλευαν, θρόιζαν, οι σκιές κυμάτιζαν κι εμείς ήμασταν θάλασσα.

Ήμασταν θάλασσα.
     Χωρίς να ξέρουμε.

Σώματα και βιβλία

Η ιστορία έλεγε ότι δεν αφορούσε τον κόσμο μας. Ότι δεν αφορούσε κανένα κόσμο.
     Η ιστορία έλεγε, έλεγε τον εαυτό της.

Αυτά έγραφε το βιβλίο μας. Αγαπάμε το βιβλίο μας όπως αγαπάμε τα σώματα. Αγαπάμε τα σώματα που υποχωρούν, δέχονται και μαβίζουν, τα σώματα που πρέπει να τα διαβάσεις, που αδιαφορούν, αγαπάμε τα γραμμένα σώματα.
    Αυτά αγαπάμε στον κόσμο μας. Σώματα και βιβλία.


Αλλά είναι τώρα μέρες που μια φήμη απλώνεται: λέει βιβλία δεν υπάρχουν. Λέει τα βιβλία και τα σώματα είμαστε εμείς. Λέει τα σώματα είναι το γήπεδο και ο αφανισμός μας. Λέει υπάρχει μονάχα ο τρόμος.
     Η φήμη λέει, λέει τον εαυτό της.



Την έψαξαν οι γραφειοκράτες, οι υπερρεαλιστές κι οι επιστήμονες, την ψάξαμε οι μαραγκοί, οι μάγειρες και οι θαυματοποιοί. Ψάξαμε τη φήμη και λέμε υπάρχει η φήμη και υπάρχουν και τα βιβλία. Λέμε υπάρχουν τα σώματα και υπάρχει η αγάπη και υπάρχει ο τρόμος.

Λέμε υπάρχει ο τρόμος.
Και λέμε, λέμε τον εαυτό μας.

Ισοκράτημα

Όσο η μουσική παίζει, εμείς γράφουμε.

Είναι μια μουσική τόσο παράξενη που δεν είναι λόγια να την περιγράψεις, γιατί ό,τι και να πεις δεν θα είναι με τίποτα αρκετό, θα είναι κοινότυπο και λίγο και βλακώδες ταυτόχρονα. Ούτε όμορφη θα μπορούσες να την πεις, δεν είναι από εκείνες τις μουσικές που λες "μ΄αρέσει". Δεν είναι τέτοια μουσική. 
     Ίσως, ίσως και να μπορείς να πεις μονάχα πως η μουσική ανασαίνει, αλλά κι αυτό όχι με τρόπο ποιητικό -όχι επειδή ανασαίνει θύελλες και συναισθήματα και πόθους- αλλά επειδή απλά ανασαίνει. 
     Την ακούς να ανασαίνει δίπλα σου, σαν να είναι άνθρωπος.

Γράφουμε, τα δάχτυλά μας τρέμουν. Πρέπει να προλάβουμε, να προλάβουμε την μουσική πριν το λιγωμένο της τελείωμα, πρέπει να προλάβουμε.
      Κανείς δεν ξέρει ποτέ πόσο κρατά η μουσική κάθε φορά. Συνήθως τελειώνει τη στιγμή του πιο μεγάλου ξεσπάσματος.

Γράφουμε, τα δάχτυλά μας τρέμουν, τρέμουμε και προσπαθούμε να μην γυρίσουμε να κοιτάξουμε ποιος ανασαίνει δίπλα μας. Γράφουμε τις ιστορίες μας, που ποτέ δεν τελειώνουν όσο διαρκεί η μουσική.
     Έπειτα κρεμάμε τις μισοτελειωμένες ιστορίες στους τοίχους μας.

Έρχεται η επόμενη φορά, τα δάχτυλά μας πασχίζουν, τα μάτια μας δακρύζουν κι η μουσική ανασαίνει, ανασαίνει και τελειώνει.

Τις νύχτες, μέσα στο μισοσκόταδο, κοιτάζουμε τα κρεμασμένα χαρτιά να λάμπουν. Κοιμόμαστε,πιο μόνοι και λαμπεροί από ποτέ.

Μήνυμα που βρέθηκε διπλωμένο σε παλιό βιβλίο

Να με θυμάστε τυχαία
εμένα, που μόχθησα τόσο πολύ, τόσο βαθιά που κι ο αέρας μου ακόμη άλλαξε χρώμα-
έγινε μαβής, μαβής της ελαφριάς κάκωσης.

Να με θυμάστε τυχαία,
όπως θυμάστε εκείνον τον τυφλό που ανεβαίνει πάντα το ίδιο πεζοδρόμιο,
πάντα προς στην ίδια κατεύθυνση
και κανένας δεν ξέρει- καν ένας.
Πότε άραγε να επιστρέφει.

Τι να κάνει τα χέρια του τα έρημα σαν συντρίμμια.


Να με θυμάστε τυχαία,
εμένα, που τόσο λίγα αξιώθηκα
που έζησα κι έζησα κι έζησα
λίγο εκεί, λίγο δίπλα στην ομορφιά,
τόσο λίγο, τόσο πολύ δίπλα στην ομορφιά,
Α! στην ομορφιά.

Να με θυμάστε μόνο τυχαία 

Ξεχειμώνιασμα ΙΙ


Οι σταγόνες πέφτουν μία-μία, σαν να ξεχάστηκαν. Σαν να αφαιρέθηκαν εκεί πάνω, στα νέφη. Σαν να κοιμήθηκαν μέσα στο νερό τους και ξαφνικά να ξύπνησαν.
    Πέφτουν μία-μία.

Δεν έχουμε να κάνουμε τίποτε άλλο πια. Οι μουσικοί ανεβοκατεβάζουν τα δοξάρια -τα χέρια τους- λες και μαστιγώνουν κάτι αόρατο. Τα πόδια των χορευτών ματώνουν τις πέτρες στην προσπάθειά τους να κρατήσουν τα βήματα. Η γιορτή δεν αντέχει άλλο, θέλει να τελειώσει, έστω και μόνη της.
     Δεν έχουμε να κάνουμε τίποτε άλλο πια.

Ξέρουμε πως αυτό δεν θα κρατήσει για πάντα- το ξέρουμε, όλοι το ξέρουν. Ξέρουμε πως θα έρθουν τα πουλιά και η άνοιξη και ο έρωτας. Το φως που θα διαθλάται στα νερά σε χιλιάδες πιστολιές. Οι γλυκιές μυρωδιές, τα μάγουλα που θα κρύβουν μόνο χαμόγελα και η μουσική. Θα έρθουν, το ξέρουμε. Τα ξέρουμε όλα αυτά. Ζούμε το τέλος.
     Μόνο που δεν μας μένει πια τι άλλο να κάνουμε μέχρι εκεί.

Θα προσευχηθούμε στις πασχαλιές, θα ματώσουμε λίγο ακόμη τη φτέρνα μας, θα κοιτάξουμε για λίγο ακόμη τη βροχή. 
     Και θα συνεχίσουμε πάντα να μην έχουμε ποτέ, να μην ξέρουμε ποτέ τι άλλο να κάνουμε.
     


Τα λόγια που λέγαμε μόνο στους Ξένους.

Θα είναι εκεί, στη γωνία. Ναι, σου λέω, εκεί ακριβώς. Σε ένα μικρό, μικρό μπουκάλι που μόλις θα γυαλίζει μες το σκοτάδι.
     Οχι, δεν υπάρχει καμία περίπτωση να μην το δεις. Καμία, όχι.
     Αλλά για να το δεις θα πρέπει πρώτα να ακολουθήσεις τις οδηγίες πολύ, μα πάρα πολύ προσεκτικά:

Πάτησε πέντε ρίζες δυόσμου, τσάκισ´ τες, να βγάνουν τ´ άρωμα στα πόδια.

Κύκλωσε τρία πηγαδια, τρεις φορές, λέγοντας το τραγούδι της αράχνης συνεχώς, μέχρι να τα τελειώσεις.

Τρίψε στα μάτια σου μολόχα και στους αγκώνες λίγη λάσπη, έπειτα ένωσε τα υλικά και σφράγισε τρύπα μυρμηγκοφωλιά με κόκκινα μερμήγκια.

Λίγο πριν φτάσεις στην καγκελόπορτα κάλυψε το κεφάλι σου με μάλλινο λευκό, περπάτα δίχως να κοιτάς και δίχως να μιλήσεις, περπατά δίπλα απ´ τη μουριά και γύρω από την φτέρη.

Πάρε της πύλης το κλειδί μον´ από χέρι αφίλητο.

Ξεκλείδωσε και μπες.


Εδώ σταματούν οι οδηγίες ,ναι. Όχι, μετά δεν ξερω.

Όχι, δεν ξερω.

Όχι.

Το όνειρο που βλέπαμε κάθε βράδυ

Όλα εκείνα που δεν ζούσαμε και όμως έμοιαζαν τόσο κοντά, τόσο δίπλα μας λες και ήτανε δικά μας.
    Όλα εκείνα που όμως δεν ηταν πραγματικά δικά μας και είχαν εκείνη την ανείπωτη, αφόρητη ομορφιά.
    Όλα εκείνα, λέει, είχανε γεύση.

Είχανε τη γεύση των μεγαλουπόλεων, εκείνη την αστραφτερή, που σκάει στο στόμα όλο ευτυχία και λάμψη και γέλια. Είχανε τη γεύση πρωτοφιλητων στομάτων και λυγμών και ανάσας που κόβεται με δυόσμο. Ανάσας που κόβεται με δυόσμο και φιλιού και χεριού που έρχεται για να μείνει.
    Είχανε τη γεύση χεριού που έρχεται για να μείνει.
 
Τέτοια γεύση είχανε όλα εκείνα που δεν ζούσαμε, όλα εκείνα που καμιά φορά τα νιώθαμε δίπλα μας, σαν φαντάσματα: είχανε, λέει, γεύση.
 
Και πάλι δεν είχανε τη γεύση:
   Της θλίψης και των πόλεων του χαμού και του κάδου. Τη γεύση του βιβλίου που δεν διαβάστηκε. Δεν είχανε τη γεύση της άκρης του πεζοδρομίου που συσσωρεύει όλη την βρώμιά των παπουτσιών, όλα εκείνα τα περισσευούμενα των βιαστικών βημάτων και των αυτοποιημένων λόγων.
    Δεν είχανε, δεν είχανε τη γεύση της μεγάλης μοναξιάς: του πιο θλιμμένου τέρατος που τρύπωσε ποτέ στα υπόγεια όπου ζούνε οι άλλες, οι πραγματικές πόλεις.

Είχανε, λέει, γεύση όλα εκείνα. Όλα εκείνα που δεν ήτανε δικά μας, είχανε γεύση.

Και το όνειρο τελείωνε πάντα με βροχή.