Μαύρη μεγάλη θάλασσα

Τα φυλλώματα σάλευαν αργά, θρόιζαν, κομμάτιαζαν το φως κι έριχναν πάνω μας την τρεμάμενη σκιά τους.
     Δεν προσέχαμε. Ο νους μας έτρεχε.

Ονειρευόμασταν πλοία, θάλασσες ήρεμες και άγνωστα, νυχτωμένα νησιά. 
     Σκεφτόμασταν βράχια και συκιές, βρεγμένα σκοινιά και αρμύρα λευκή, να λάμπει στον ήλιο. 
     Σφυρίζαμε τα ληστρικά τραγούδια των ταξιδευτών και δύαμε μόνοι, τόσο μόνοι όσο κι η θάλασσα που θέλαμε.

Θέλαμε να της μοιάσουμε.

Ξαπλώναμε στο χορτάρι, δεν βρίσκαμε τρόπο να αφήσουμε το σώμα μας. Λέγαμε "είμαστε ξένοι εδώ, το σώμα μας δεν είναι εδώ". Καμιά φορά κλαίγαμε. Μέναμε έπειτα με τα δάκρυα, να καίνε το δέρμα μας, σαν να μας έκαιγε η θάλασσα.

Ξαπλώναμε στο χορτάρι, ψάχναμε χώρο για το σώμα μας, πονούσαμε, κλαίγαμε θάλασσα.
     Τα φυλλώματα σάλευαν, θρόιζαν, οι σκιές κυμάτιζαν κι εμείς ήμασταν θάλασσα.

Ήμασταν θάλασσα.
     Χωρίς να ξέρουμε.