Το ενυδρείο και η άνοιξη

«Να φιλάς το χορτάρι την άνοιξη», είπε.
«Όχι το σώμα. Το σώμα την άνοιξη είναι εύθραυστο όπως οι μνήμες του ονείρου. Ακαθόριστο.
Πολλαπλασιάζει τους απόηχους της νύχτας και τις συμβάσεις του αμφιβληστροειδή,
ξεγελά τον επινοημένο χρόνο κι ανθεί όπως ανθούν τα υδρόβια φυτά∙ γεννώντας μονάχα σκοτάδι.
Η άνοιξη είναι στο χορτάρι».

Έπειτα για λίγο έγινε σιωπή.
Το χώμα ανάσαινε μια μυρωδιά ζεστής και υγρής προσμονής που παρασυρόταν απ’ το ελάχιστο αεράκι και μπέρδευε νωχελικά τις άτακτες μπούκλες μου. Οι κάλυκες των αγριολούλουδων εκπυρσοκροτούσαν συναίσθημα, θαύμα και πόθο.
Είχα μόλις πλύνει τους πληθυντικούς μου και τους είχα κρεμάσει στην ανθισμένη δαμασκηνιά όπου περίμεναν υπομονετικά να στραγγίξουν για να μπορέσω να τους χρησιμοποιήσω.
Πλησίασε. Γύρισα το κεφάλι μου και τον κοίταξα.            

Ηλεκτρικές εκκενώσεις διέσχισαν τις αποστάσεις επιστρέφοντας τις ματιές στις πηγές τους. Στράφηκα  προς αυτόν για να τον κοιτάξω ολόκληρο καθώς με πλησίαζε, λαμπρός και εξιλεωμένος. Φρόντισα να κρύβω επιμελημένα πίσω μου το ενυδρείο και το αριστερό μου χέρι.

Έκλεισε τα μάτια. Ακούμπησα τα χείλη μου στην απαλή κατωφέρεια του ώμου.
Αλλά με τα δάχτυλα του αριστερού μου χεριού, χάιδευα ηδονικά τα μαύρα νούφαρα και τις στιλπνές, πεινασμένες σμέρνες.

«Όχι το σώμα».

Ο Χρόνος και η Πόλη

Η χιονισμένη πλατεία ανάσαινε στους ρυθμούς της γιορτής. Ολόγυρα ένα σωρό βαρέλια άναβαν δαιμονικά σε μια προσπάθεια των κατοίκων να ζεστάνουν το παγωμένο βράδυ, ενώ το κυκλικό σώμα του χορού στριφογύριζε μανιασμένα ακροβατώντας ανάμεσα στον ίλιγγο και την έκσταση που πολλαπλασίαζε το κρασί και ο παγετός. Στο τραπέζι που έζωνε ένα γύρω όλο τον άδειο χώρο εμπρός από το δημαρχείο δεν καθόμασταν παρά ελάχιστα άτομα πια, οι περισσότεροι ηλικιωμένοι που οι δυνάμεις τους είχανε πάψει πια να τους συντροφεύουν, μα είχαν βρει το κουράγιο να περάσουν τα κατώφλια τους για να παρευρεθούν στην μεγάλη αποκάλυψη του καινούριου ρολογιού της πόλης. Άλλωστε οι περισσότεροι από εμας την περιμέναμε μήνες, με μια εφηβική σχεδόν ανυπομονησία που θύμιζε πείσμα και παιδικά όνειρα.
     Πήγα και κάθισα δίπλα στον ωρολογοποιό. Είχε σκύψει ακουμπώντας το πρόσωπο στα χέρια του, κατάκοπος προφανώς από τους τελευταίους μήνες εντατικής δουλειάς. Ακούμπησα το χέρι απαλά στον ώμο του για να δω αν κοιμάται. Σάλεψε και ανασηκώθηκε αργά.
Καθώς το πρόσωπό του αναδυόταν απ’ το σκοτάδι και εμφάνιζε τα γνώριμα χαρακτηριστικά του δεν μπόρεσα να μην προσέξω την τρομερή, βαθιά αλλαγή. Ίσως ήταν ο τρόπος που με κοίταξε. Ίσως που τα μάτια του φάνηκαν σαν να είχαν αποτραβηχτεί στις κόγχες. Πισωπάτησα.
      «Να μην φοβάσαι εμένα», είπε. Έπειτα αρπάζοντάς με από το χέρι, με μια σχεδόν υπερφυσική δύναμη και ορμή, με τράβηξε παραδίπλα, σε μια πιο σκοτεινή γωνιά και άρχισε να μου μιλά ακατάληπτα.
      Μου είπε για το πώς, καθώς έφτιαχνε το μεγάλο ρολόι, την ώρα που τελείωνε τον μηχανισμό του είχε μπορέσει να δει τον ίδιο τον Χρόνο και πίσω από αυτόν, είχε δει τους δείκτες να λιώνουν και να αναδομούνται σε καθαρή ενέργεια κι έπειτα να χάνονται στον αέρα. Μου είπε πως ο χρόνος δεν υπάρχει, πως δεν είναι τίποτε άλλο από μια παγίδα, μια φυλακή και πως ο ίδιος τόσα χρόνια ήταν άθελά του ο δεσμοφύλακας όλων μας. «Εδώ», είπε χώνοντάς μου το εγχειρίδιο με τις οδηγίες κατασκευής στο χέρι. «Εδώ είναι όλες οι απαντήσεις».
      Έπειτα με παράτησε εκεί στη γωνιά, όρμησε στο μαγαζί του που έστεκε δίπλα στο δημαρχείο και, πριν προλάβουμε να αντιδράσουμε, συνέθλιψε όλα τα ρολόγια με κομμάτια ξύλα ή με τα χέρια του. Ο θόρυβος σταμάτησε τη μουσική και τον χορό. Οι γονείς έκρυψαν τα παιδιά τους τρομαγμένοι ενώ κάποιοι όρμησαν προσπαθώντας να τον σταματήσουν, μα εκείνος ξέφυγε αφού ολοκλήρωσε το έργο του και χάθηκε μια για πάντα.

Έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε και η πόλη συνεχίζει να μεγαλώνει και να αναπτύσσεται ξεχνώντας και θάβοντας βαθιά στο δέρμα της φόβους και γεγονότα που κανείς δεν θέλει ή δεν αντέχει να θυμάται. Το ωρολογοποιείο είναι τώρα δικό μου και μετά από χρόνια μελέτης των σημειώσεων του Ωρολογοποιού κατάφερα να τελειοποιήσω την τεχνική μου στην κατασκευή των λεπτεπίλεπτων κι εύθραυστων μηχανισμών. Μέσα από τις γυάλινες προθήκες του μαγαζιού μου παρακολουθώ καμιά φορά τους συμπολίτες μου να περπατάνε βιαστικοί στη βροχή ή τον ήλιο, δοσμένοι στις σκέψεις και στον εαυτό τους. Κάποτε μου φαίνονται παράξενα απόντες, σαν φάσματα σε μια πόλη νεκρή και άδεια από τον εαυτό της. Κείνες τις μέρες δυσκολεύομαι να δουλέψω, γιατί τα περιγράμματα των εξαρτημάτων μου φαίνονται ασαφή και ρευστά κι οι δείκτες μοιάζουν να τρεμοπαίζουν κυματίζοντας.
Τότε θυμάμαι τον παλιό μου φίλο, τον Ωρολογοποιό, μα η σκέψη του με κάνει να αισθάνομαι ανήσυχα και άβολα, κι έτσι κλείνω το εγχειρίδιό του και βγαίνω έξω, για να κοιτάξω στην πρόσοψη του δημαρχείου το τελευταίο του ρολόι και να σιγουρευτώ για ακόμη μια φορά πως ο χρόνος είναι πάντα εδώ.