Το ενυδρείο και η άνοιξη

«Να φιλάς το χορτάρι την άνοιξη», είπε.
«Όχι το σώμα. Το σώμα την άνοιξη είναι εύθραυστο όπως οι μνήμες του ονείρου. Ακαθόριστο.
Πολλαπλασιάζει τους απόηχους της νύχτας και τις συμβάσεις του αμφιβληστροειδή,
ξεγελά τον επινοημένο χρόνο κι ανθεί όπως ανθούν τα υδρόβια φυτά∙ γεννώντας μονάχα σκοτάδι.
Η άνοιξη είναι στο χορτάρι».

Έπειτα για λίγο έγινε σιωπή.
Το χώμα ανάσαινε μια μυρωδιά ζεστής και υγρής προσμονής που παρασυρόταν απ’ το ελάχιστο αεράκι και μπέρδευε νωχελικά τις άτακτες μπούκλες μου. Οι κάλυκες των αγριολούλουδων εκπυρσοκροτούσαν συναίσθημα, θαύμα και πόθο.
Είχα μόλις πλύνει τους πληθυντικούς μου και τους είχα κρεμάσει στην ανθισμένη δαμασκηνιά όπου περίμεναν υπομονετικά να στραγγίξουν για να μπορέσω να τους χρησιμοποιήσω.
Πλησίασε. Γύρισα το κεφάλι μου και τον κοίταξα.            

Ηλεκτρικές εκκενώσεις διέσχισαν τις αποστάσεις επιστρέφοντας τις ματιές στις πηγές τους. Στράφηκα  προς αυτόν για να τον κοιτάξω ολόκληρο καθώς με πλησίαζε, λαμπρός και εξιλεωμένος. Φρόντισα να κρύβω επιμελημένα πίσω μου το ενυδρείο και το αριστερό μου χέρι.

Έκλεισε τα μάτια. Ακούμπησα τα χείλη μου στην απαλή κατωφέρεια του ώμου.
Αλλά με τα δάχτυλα του αριστερού μου χεριού, χάιδευα ηδονικά τα μαύρα νούφαρα και τις στιλπνές, πεινασμένες σμέρνες.

«Όχι το σώμα».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου