ΒΟΡΕΙΑ

Το τρένο μπαίνει στην ενδοχώρα: η ατμόσφαιρα βαραίνει συνεχώς από την υγρασία, βαριά κομμάτια ομίχλης κρέμονται από αόρατα σχοινιά. 

Οι φωνές στα βαγόνια έχουν σιγάσει πια. Καθόμαστε ήσυχοι στις θέσεις μας και κοιτάζουμε έξω. Το ξέρουμε πια ότι δεν έχουμε πουθενά αλλού να πάμε, έτσι καθόμαστε και κοιτάζουμε. Προχωράμε, το τοπίο αλλάζει. Βλέπουμε καμινάδες να καπνίζουν κι έπειτα όλο και λιγότερες, καθώς περνάμε από τις κατοικημένες περιοχές στις εγκαταλελειμμένες. Καθώς τα χωριά αδειάζουν και γεμίζουν και καθώς τα σπίτια γίνονται φαντάσματα, το τρένο κι εμείς προχωράμε. 

Ξεχασμένες καγκελόπορτες γεμάτες κισσό και μπαλκόνια ετοιμόρροπα, ίσα που διακρίνονται μέσα στο θάμπος. Μετά από λίγο σπίτια γεμάτα και θάμνοι κλαδεμένοι και γέλια παιδιών. 

Η εναλλαγή μάς φαίνεται παράλογη, αλλά από τα πρώτα βαγόνια έρχονται φήμες πως υπάρχει μόνο ένα πράγμα να περιμένουμε: μοιραία το χιόνι και η ομίχλη θα πυκνώσουν. Μοιραία τα κατοικημένα μέρη θα τελειώσουν, κι έπειτα θα τελειώσουν κι εκείνα που κάποτε είχαν κατοικηθεί. Θα συνεχίσουμε μόνοι στις περιοχές όπου δεν υπάρχει τίποτα. 

Στα παράθυρά μας έχουν αρχίσει πια να σχηματίζονται κρύσταλλοι. Οι φήμες τώρα πληθαίνουν: μιλούν για θάνατο, τέρατα και ανήκουστα, φριχτά μέρη.

Για το τι θα γίνει όταν οι ράγες θα τελειώσουν δεν υπάρχει φήμη. Προχωράμε,  το τρένο προχωρά βόρεια.