Μολύβια

Γράφει πάντα σ' ένα μικροσκοπικό τετραδιάκι με παράξενα αραβουργήματα στη ράχη του.

Κάθεται πάντα στην ίδια εκείνη θέση, στην άκρη της τζαμαρίας, από όπου ανοίγεται όλη η τρομακτική θέα της πόλης που πεθαίνει.

Γύρω του μπαινοβγαίνουν θαμώνες. Μιλούν, γελούν, μαλώνουν, κλαίνε, φεύγουν, επιστρέφουν. 

Δεν προσέχει κανέναν γύρω του. Κοιτάζει μόνο το τετράδιο και την πόλη.

Γράφει με μολύβι, με μολύβια άλλοτε ολόκληρα κι άλλοτε μισοτελειωμένα τα οποία ξύνει με ένα μικρό χαρτοκόπτη στο τασάκι του τραπεζιού του.

Πέρα και κάτω από την τζαμαρία η πόλη πεθαίνει αθόρυβα και τρυφερά, όπως λιώνει το χιόνι που κάθεται στα ψηλότερα κλαριά των δέντρων. Λιώνει κι έπειτα το υπόλοιπο κατακρημνίζεται κι είναι σαν να χιονίζει πάλι από την αρχή, ενώ στην πραγματικότητα είναι το τέλος.

Γράφει πάντα στο τετραδιάκι χωρίς να προσέχει κανέναν γύρω του, ξύνει τα μολύβια του κι όταν τελειώνουν τα βάζει πάντα στην τσέπη του, γιατί τα μολύβια είναι ο μοναδικός τρόπος που έχει πια για να μετράει το χρόνο.

Κάθεται πάντα εκεί και γράφει, κοιτάζει την πόλη, ξύνει τα μολύβια, δεν ξέρει πώς να τελειώσει την ιστορία του και καμιά φορά κλαίει αθόρυβα με πνιχτούς λυγμούς.

Θα ήθελε η ιστορία του να είχε σώμα, για να την αγκαλιάσει και να την παρηγορήσει, να της πει πως όταν η πόλη πεθαίνει πεθαίνουν κι οι ιστορίες και τα τετράδια μένουν μισά και άχρηστα.

Συνεχίζει να γράφει.

Μετρά το χρόνο
ξύνοντας τα μολύβια.

The solemn temples, the great globe itself

Τότε κάτι ανείπωτο ήρθε και δέθηκε τρυφερά γύρω απ' τα χέρια τους κι έμεινε εκεί για λίγο λιγότερο απ' το "για πάντα".

Ήταν λαφρύ, κι έτσι μπορούσαν άκοπα να το 'χουνε μαζί τους.

Κι ήτανε σε χαρά κι ήτανε και σε θρήνο, ήτανε σε πρωτοέρωτες και σ' αγκαλιές θριαμβικές, σε βροχερά κορίτσια και σε παντοτινούς αποχαιρετισμούς. Και τα παιδιά που γεννήθηκαν είχανε κι εκείνα τη σκιά στον αριστερό τους καρπό και μεγάλωναν με δισταγμό και χαίρονταν, όπως οι γονείς τους, με μέτρο και γλεντούσαν με υποψία.
Κι όλο εκείνο κράτησε λίγο λιγότερο απ' το "για πάντα".

Κι όταν το "για πάντα" ήρθε, ήρθε απ' το νερό.
Από τις υπόγειες υγρές μνήμες.

Τότε κι εκείνοι που είχανε το γκρι δεμένο στον καρπό τους ψάξανε το νερό.  Βγήκανε στα ποτάμια, στις ακτές ή στις λίμνες. Και όσοι δεν μπορούσαν βρήκαν δεξαμενές, πηγάδια ή κουβάδες. Γέμισαν τις μπανιέρες τους και περίμεναν. 
Κι ένιωσαν τη θλίψη να γλιστράει απ' το χέρι τους και να χάνεται. Δυο ανάσες αργότερα, τα πάντα τελείωσαν. Και λίγο πριν τελειώσουν όλοι έκαναν την ίδια πικρή σκέψη: "Τι άδικο να κρατήσει τόσο λίγο".

Κι ήταν πολύ.

Icicle

Φορούσες εκείνο το λευκό πανωφόρι που άλλοτε σε έκανε να αστραποβολείς όπως το χιόνι, αλλά τώρα είχε πια φθαρεί, είχε χάσει την καθαρή του ασπράδα που θύμιζε δροσιά και λύτρωση. Τώρα ήτανε κάτι απροσδιόριστο και γκρι, κάτι που θύμιζε μονάχα, μα δεν ήταν.

Όμως στεκόσουν πάντα στο χιόνι κι εγώ σε κοίταζα.

Και γύρω το κρύο ράγιζε τους τοίχους, τσάκιζε τα χρώματα και τα 'σφιγγε όλα σε μιαν αμείλικτη αγκαλιά, λες και τα πάγωνε για να τα εξαγνίσει. Λες και πάγωνε τον χρόνο για να 'χουμε μιαν ελάχιστη στιγμή να γλιστρήσουμε απ' τις χαραμάδες του και ν' αγιάσουμε.

Όμως στεκόσουν πάντα στο χιόνι.

Κοίταζα το κουρελιασμένο παλτό σου να κουβαλά στη φθορά του όλη την τρυφερότητα της βιωμένης ζωής. Το φθαρμένο παλτό σου στο χιόνι, να μην αστράφτει πια.

Όμως στεκόσουν πάντα στο χιόνι και γύρισες να με κοιτάξεις.

Και είδα το λευκό σου δέρμα, πάλλευκο σαν το χιόνι, να λάμπει.

Και οι λευκές λέξεις που είπες, που δεν μπορούσαν να διασχίσουν την παγωμένη ατμόσφαιρα, έλαμπαν κι αυτές.

Και όταν η απόσταση μεταξύ μας πάγωσε και στερεοποιήθηκε και δεν μπορούσα πια να σε αγγίξω, έλαμπε κι αυτή.

Όμως στεκόσουν πάντα στο χιόνι 
και τα πάντα έλαμπαν από υλοποιημένη αγάπη.