Μολύβια

Γράφει πάντα σ' ένα μικροσκοπικό τετραδιάκι με παράξενα αραβουργήματα στη ράχη του.

Κάθεται πάντα στην ίδια εκείνη θέση, στην άκρη της τζαμαρίας, από όπου ανοίγεται όλη η τρομακτική θέα της πόλης που πεθαίνει.

Γύρω του μπαινοβγαίνουν θαμώνες. Μιλούν, γελούν, μαλώνουν, κλαίνε, φεύγουν, επιστρέφουν. 

Δεν προσέχει κανέναν γύρω του. Κοιτάζει μόνο το τετράδιο και την πόλη.

Γράφει με μολύβι, με μολύβια άλλοτε ολόκληρα κι άλλοτε μισοτελειωμένα τα οποία ξύνει με ένα μικρό χαρτοκόπτη στο τασάκι του τραπεζιού του.

Πέρα και κάτω από την τζαμαρία η πόλη πεθαίνει αθόρυβα και τρυφερά, όπως λιώνει το χιόνι που κάθεται στα ψηλότερα κλαριά των δέντρων. Λιώνει κι έπειτα το υπόλοιπο κατακρημνίζεται κι είναι σαν να χιονίζει πάλι από την αρχή, ενώ στην πραγματικότητα είναι το τέλος.

Γράφει πάντα στο τετραδιάκι χωρίς να προσέχει κανέναν γύρω του, ξύνει τα μολύβια του κι όταν τελειώνουν τα βάζει πάντα στην τσέπη του, γιατί τα μολύβια είναι ο μοναδικός τρόπος που έχει πια για να μετράει το χρόνο.

Κάθεται πάντα εκεί και γράφει, κοιτάζει την πόλη, ξύνει τα μολύβια, δεν ξέρει πώς να τελειώσει την ιστορία του και καμιά φορά κλαίει αθόρυβα με πνιχτούς λυγμούς.

Θα ήθελε η ιστορία του να είχε σώμα, για να την αγκαλιάσει και να την παρηγορήσει, να της πει πως όταν η πόλη πεθαίνει πεθαίνουν κι οι ιστορίες και τα τετράδια μένουν μισά και άχρηστα.

Συνεχίζει να γράφει.

Μετρά το χρόνο
ξύνοντας τα μολύβια.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου