Και με τον καιρό ο νους μου σαν να πλάτυνε, σαν να αποφάσισε να ακολουθήσει το εύρος και τον αγέρα από 'κει πάνω- σα να μεγάλωσε ο νους μου ακολουθώντας την ανοιχτωσιά και τ' ανυπόταχτο των κορφών. Και τότε κατάλαβα πώς γίνεται να 'σαι και να μην είσαι και ότι αυτός είναι στην πραγματικότητα ο μόνος τρόπος.
Έπειτα πέρασε κι άλλος καιρός κι έμαθα τα πατήματα, τα βοτάνια και πώς να ξεχωρίζω ποιες σκιές κρύβουν αγέρα άκακο και ποιες ειν' επικίνδυνες σα λουφασμένα φίδια. Και τράχυνε η θωριά μου και τα χέρια μου και ξέχασα τρόπους, αβρούς χαιρετισμούς και κάθισμα και σχόλη.
Κι άμα πέρασε κι άλλος καιρός ο νους μου πλάτυνε κι αγρίεψε κι άλλο, τόσο που ήθελα μέρες να θυμηθώ πως κάποτε υπήρξα ο ποιητής κι ο φονιάς που έκαμε τους χωριανούς να σφιχτοκλειδώνουν τα πορτόφυλλα. Κείνος που σα διέσχιζε τα χωριά οι γυναίκες σηκώνονταν απ' τις κλίνες τους και κρυφοκοίταζαν από τις χαραμάδες, αναριγώντας τόσο που έκαναν ακόμη και το νερό στα κανάτια να ιδρώνει.
Και στο τέλος ξέχασα τα πάντα, ακόμη και τον λόγο εκείνον που μ' έκανε ν' ανέβω στα βουνά, παρ' όλο που τον θυμούμαι να 'ναι βαρύς, βαρύς από αίμα που ζητάει άλλο αίμα, βαρύς και γλυκός σαν τη γλύκα πο 'χει το ανέβασμα του πρώτου λυγμού.
Και γυρνώ τώρα δω κι εκεί, σε πανηγύρια, τρύγους και χορούς και ζητώ μη κάποιος μ' αναγνωρίσει και μου διηγηθεί το παρελθόν, γιατί πρέπει, πρέπει να μάθω. Κάτι μέσα μου με καίει και μου ζητά να μάθω.
Ειμ' εκείνος που το βουνό του πήρε το μυαλό, βοηθήστε με. "