Θέα από προθήκη μουσείου

Η παράσταση ήταν ντανταϊστική. Μία βόμβα έσκασε. Μέσα στους καπνούς, μια γυναίκα άρχιζε να βγάζει τα ρούχα της. Λίγο πριν φανεί ο λευκός της ώμος η αυλαία έπεσε απότομα σηκώνοντας σύννεφα σκόνης. Το κοινό, εξαγριωμένο, άρχισε τα γιουχαίσματα εκσφενδονίζοντας καθίσματα και παλιά σκουριασμένα ρολόγια. Οι ηθοποιοί έβγαλαν τη γλώσσα τους περιπαικτικά κι εξαφανίστηκαν.

Καθώς απομακρύνθηκα τρέχοντας προσπέρασα μια ομάδα Προραφαηλιτών που ανακάτευαν ηδονικά χρώματα προσπαθώντας να πετύχουν την ιδανική απόχρωση για τη νεκρή επιδερμίδα. Ξαπλωμένη μπροστά τους, μια ετοιμοθάνατη γυναίκα πρόσφερε πρόθυμα τον αριστερό της βραχίονα για δείγμα. Προχώρησα.

Λίγο πιο κάτω ο θόρυβος κόπασε. Δυο μουσικοί λογομαχούσαν βουβά κραδαίνοντας απειλητικά τα δοξάρια των βιολιών τους. Πίσω από τον ένα τους, η βασιλική ορχήστρα περίμενε πειθήνια.
Προχώρησα κι άλλο. Ο διάδρομος στένευε και κατέβαινε απότομα. Το φως λιγόστευε.


Μέσα στο ημίφως τα χρώματα ξεθώριαζαν. Τα περιγράμματα στένευαν ή μεγάλωναν και η ασάφεια δεν άφηνε τα μάτια να αντιληφθούν την ύπαρξη ή όχι αντικειμένων στη χαμηλοτάβανη αίθουσα.

Ολόγυρα, αμέτρητοι ζωγράφοι με χαρτιά, καμβάδες και μουσαμάδες στα χέρια τους, πάσχιζαν απελπισμένα να αποτυπώσουν το θριαμβεύον άγνωστο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου