Το βάρος της δαντέλας

Όταν εκείνοι που δεν τη γνώριζαν τη ρωτούσαν το όνομά της, απαντούσε:
"Μια μέρα θα το κρεμάσω στα δέντρα".

Έπλεκε, όπως πάντα, μέχρι το σούρουπο.
Έπλεκε στο μεγάλο ανατολικό δωμάτιο που ήταν πια καλυμμένο από πάνω ως κάτω με δαντέλες, δαντέλες που μαλάκωναν το φως και το αντανακλούσαν καταυγάζοντας το χώρο το καλοκαίρι και πολλαπλασιάζοντας το λιγοστό φως το χειμώνα.
Έπλεκε ασταμάτητα, καταληπτικά. Τα δάχτυλα έμπλεκαν και ξέμπλεκαν τα νήματα φυλακίζοντάς τα στο γάντζο του τσιγκελιού, στριφογυρνώντας τα  χορευτικά και μετασχηματίζοντάς τα στην τελική μορφή της δαντέλας, στο συμπαγές συναίσθημα που έφερνε στο νου τις μέρες των ξεχασμένων θαυματοποιών.
Ήταν μέρες που η ψυχή της βασανιζόνταν από κάποιον παλιό, παραμελημένο πόνο που την έσπρωχνε να διαλέγει πιο βαριά νήματα από ό,τι συνήθως. Κείνες τις μέρες οι δαντέλες έπεφταν βαρύτιμες γύρω από τα γόνατά της, πριν τις κρεμάσει, σαν να μούσκευαν από την υγρή θλίψη.

Ήταν πια χρόνια που κανείς δεν αγόραζε τις δαντέλες της, όσο κι αν ο κόσμος συγκεντρωνόταν συχνά γύρω απ' το σπίτι για να κοιτάξει το παράξενο πλάσμα. Ήταν πια χρόνια που οι δαντέλες αγοράζονταν έτοιμες και συσκευασμένες από μεγάλα κτίρια στις μακρινές πόλεις. Και καθώς η μια χρονιά διαδεχόταν την άλλη, οι μέρες που οι δαντέλες βάραιναν όλο και πλήθαιναν.
Κάθε που βράδιαζε τριγυρνούσε στον σκοτεινό πορτοκαλεώνα και κρεμούσε τις δαντέλες στα κλαδιά.  


Είχαν περάσει μέρες που δεν την είχε δει κανείς, όταν αποφάσισαν να περάσουν το φράχτη για να την ψάξουν.
Οι πορτοκαλιές ήταν φορτωμένες γινωμένους καρπούς που μαζί με τις δαντέλες που κυμάτιζαν στο πρωινό αεράκι αστραποβολούσαν θριαμβικά.
Έψαξαν το σπίτι, μάταια.
Ώρες αργότερα, ανακάλυψαν πως κάτω από μια από τις δαντέλες του πορτοκαλεώνα υπήρχε στην πραγματικότητα εκείνη.

Το βαρύ δαντελένιο της φόρεμά έμενε ακίνητο, αλώβητο απ' τον αέρα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου