Η κοιμωμένη

Στη γιορτή της άνοιξης δεν υπήρχαν πια λουλούδια. 

Τα μεγάλα χωράφια μάς θύμιζαν θάλασσες που είχαν στερέψει κι έμεναν άδειες, χωρίς να ξέρουν γιατί. Τραγουδούσαν ένα σιγανό, παραπονιάρικο τραγούδι που θύμιζε σαπισμένα φύλλα. Που θύμιζε κάτι που είχε χαλάσει κι είχε γίνει πια κακό. Κακό, σαν τις παγίδες που περιμένουν σιωπηλές το άγριο ζώο. 


Στη γιορτή της άνοιξης δεν υπήρχαν πια χοροί. 

Τα βήματα είχαν ξεχαστεί βδομάδες πριν, σε εκείνη τη σαρωτική χιονοθύελλα. Σε εκείνη τη χιονοθύελλα που είχε έρθει πασπαλίζοντας τον τόπο πεθαμένη άχνη. Άχνη που κάλυψε, έσβησε και τελικά εξαφάνισε τη μνήμη.


Στη γιορτή της άνοιξης υπήρχε πια μόνο η άνοιξη.

Η άνοιξη με τα θυμωμένα, σαρωτικά της δάχτυλα. Τα άπλωσε και σκάλισε μέσα μας τα υπόγεια, στάσιμα νερά. Τα νερά εκείνα που μυρίζουν βρεγμένα αρωματικά φυτά και πέτρες και σκοτεινά χώματα. Χώματα και πέτρες και νερά σκοτεινά, σαν τα πηγάδια που παραφυλάνε το βήμα του περαστικού. 


Ακόμη και χωρίς τα λουλούδια. Ακόμη και χωρίς τους χορούς.
Η άνοιξη παραφυλάει.


ΒΟΡΕΙΑ

Το τρένο μπαίνει στην ενδοχώρα: η ατμόσφαιρα βαραίνει συνεχώς από την υγρασία, βαριά κομμάτια ομίχλης κρέμονται από αόρατα σχοινιά. 

Οι φωνές στα βαγόνια έχουν σιγάσει πια. Καθόμαστε ήσυχοι στις θέσεις μας και κοιτάζουμε έξω. Το ξέρουμε πια ότι δεν έχουμε πουθενά αλλού να πάμε, έτσι καθόμαστε και κοιτάζουμε. Προχωράμε, το τοπίο αλλάζει. Βλέπουμε καμινάδες να καπνίζουν κι έπειτα όλο και λιγότερες, καθώς περνάμε από τις κατοικημένες περιοχές στις εγκαταλελειμμένες. Καθώς τα χωριά αδειάζουν και γεμίζουν και καθώς τα σπίτια γίνονται φαντάσματα, το τρένο κι εμείς προχωράμε. 

Ξεχασμένες καγκελόπορτες γεμάτες κισσό και μπαλκόνια ετοιμόρροπα, ίσα που διακρίνονται μέσα στο θάμπος. Μετά από λίγο σπίτια γεμάτα και θάμνοι κλαδεμένοι και γέλια παιδιών. 

Η εναλλαγή μάς φαίνεται παράλογη, αλλά από τα πρώτα βαγόνια έρχονται φήμες πως υπάρχει μόνο ένα πράγμα να περιμένουμε: μοιραία το χιόνι και η ομίχλη θα πυκνώσουν. Μοιραία τα κατοικημένα μέρη θα τελειώσουν, κι έπειτα θα τελειώσουν κι εκείνα που κάποτε είχαν κατοικηθεί. Θα συνεχίσουμε μόνοι στις περιοχές όπου δεν υπάρχει τίποτα. 

Στα παράθυρά μας έχουν αρχίσει πια να σχηματίζονται κρύσταλλοι. Οι φήμες τώρα πληθαίνουν: μιλούν για θάνατο, τέρατα και ανήκουστα, φριχτά μέρη.

Για το τι θα γίνει όταν οι ράγες θα τελειώσουν δεν υπάρχει φήμη. Προχωράμε,  το τρένο προχωρά βόρεια.

Πλανήτης

Όταν είχαν περάσει πια οι μέρες και όλοι είχαμε καταλάβει ότι αφού οι πομποί δεν λειτουργούσαν δεν θα μας έβρισκε ποτέ κανείς, βγήκαμε έξω.

Βάλαμε στην άκρη τους χάρτες και τις θεωρίες για το πού μπορεί να είχαμε συντριβεί και ελέγξαμε τα μέλη μας, αν είχαν πάψει όλα να πονούν από την πρόσκρουση. Αποθηκεύσαμε το ημερολόγιο καταστρώματος και μαζευτήκαμε στη γέφυρα για να δούμε τον Μηχανικό να ακυρώνει τη σφράγγιση του σκάφους. Κοιταχτήκαμε χωρίς να πούμε τίποτα και ξέραμε ότι είχε έρθει η ώρα.
    Ακούσαμε τις αλυσίδες και τα παξιμάδια της πόρτας να τρίζουν. Σηκώσαμε το χέρι μας να καλυφθούμε από το φως. Μυρίσαμε τον αέρα, που έφερνε μια γλυκιά, ξινή φρεσκάδα και πηδήξαμε.

Πηδήξαμε στο χώμα, αλλά το χώμα δεν ήταν εκεί.

Παραδέρνουμε μέρες μέσα σε αυτό το συνονθύλευμα άγριων κλαδιών, χωρίς να μπορούμε πια να πούμε προς τα πού ήταν κάποτε ο ουρανός και προς τα πού θα επρεπε να ειναι το χώμα. Οι πληγές μας κλείνουν και ανοίγουν συνεχεια, σαν λουλούδια. Κάτω από το δέρμα μας έχουν πια παγιδευτεί φύλλα και μικρά κομμάτια ξύλου. Φωνάζουμε τους άλλους, προσπαθούμε να προχωράμε μαζί, κάποιοι έχουν μείνει πίσω, κάποιοι χάθηκαν ήδη.

Προσπαθούμε να μένουμε μαζί, αλλά κάποιοι λένε ότι δεν θα βρούμε το χώμα, ότι εδώ που πέσαμε δεν υπάρχει χώμα. Δυο απο αυτούς τους σκότωσαν. Το βράδυ μας κοιτάζουν παράξενα πλάσματα, τα μάτια τους λάμπουν στο σκοτάδι. Σκαρφαλώνουμε, προχωράμε, μένουμε μαζί και βλέπουμε μονο κλαδιά, κλαδιά, κλαδιά.