Στη γιορτή της άνοιξης δεν υπήρχαν πια λουλούδια.
Τα μεγάλα χωράφια μάς θύμιζαν θάλασσες που είχαν στερέψει κι έμεναν άδειες, χωρίς να ξέρουν γιατί. Τραγουδούσαν ένα σιγανό, παραπονιάρικο τραγούδι που θύμιζε σαπισμένα φύλλα. Που θύμιζε κάτι που είχε χαλάσει κι είχε γίνει πια κακό. Κακό, σαν τις παγίδες που περιμένουν σιωπηλές το άγριο ζώο.
Στη γιορτή της άνοιξης δεν υπήρχαν πια χοροί.
Τα βήματα είχαν ξεχαστεί βδομάδες πριν, σε εκείνη τη σαρωτική χιονοθύελλα. Σε εκείνη τη χιονοθύελλα που είχε έρθει πασπαλίζοντας τον τόπο πεθαμένη άχνη. Άχνη που κάλυψε, έσβησε και τελικά εξαφάνισε τη μνήμη.
Στη γιορτή της άνοιξης υπήρχε πια μόνο η άνοιξη.
Η άνοιξη με τα θυμωμένα, σαρωτικά της δάχτυλα. Τα άπλωσε και σκάλισε μέσα μας τα υπόγεια, στάσιμα νερά. Τα νερά εκείνα που μυρίζουν βρεγμένα αρωματικά φυτά και πέτρες και σκοτεινά χώματα. Χώματα και πέτρες και νερά σκοτεινά, σαν τα πηγάδια που παραφυλάνε το βήμα του περαστικού.
Ακόμη και χωρίς τα λουλούδια. Ακόμη και χωρίς τους χορούς.
Η άνοιξη παραφυλάει.