Μακέτα

Έπειτα μου έδωσε τη σκούπα και μου είπε να στρωθώ στη δουλειά γιατί ο χρόνος τέλειωνε.
"Αν και  στην πραγματικότητα χρόνος δεν υπάρχει. Αλλά ούτε πραγματικότητα υπάρχει. Δεν υπάρχει καν η πραγματικότητα, γι' αυτό κι ο χρόνος μπορεί και τελειώνει ενώ δεν υπάρχει."

"Ξεκίνα λοιπόν γιατί θα έρθει για να τελειώσει το έργο του".

Πατούσα το σκληρό καφέ υλικό που θα φιλοξενούσε το Χώμα και σκούπιζα. Σκεφτόμουν πως μου έμεναν τα μισοτελειωμένα Φυτά και η Θάλασσα, που είχε απομείνει κι αυτή ατέλειωτη αφότου έφυγε Αυτός. Προς το παρόν δεν ήταν παρά μια δυσκίνητη μπλε μάζα, διαφανής, σαν μια στιγμή θύμησης που ξαφνικά έπηξε.

Δούλευα πυρετωδώς όσο εκείνη με κοιτούσε. Ακουμπούσε με προφύλαξη πάνω στα μισοτελειωμένα Δέντρα και κοιτούσε τον ζωγραφισμένο Ουρανό και τα Σύννεφα που είχαν ακόμη τα μαύρα περιγράμματά τους. Καμιά φορά έμενε για λίγο εντελώς ακίνητη και με κοιτούσε χωρίς καν να βλεφαρίζει. 
Εκείνες τις στιγμές, που την έβλεπα ακίνητη μέσα στην απόλυτη ακινησία του τοπίου, μπορούσα κι ένιωθα την απουσία του χρόνου να φωλιάζει βαθιά στα κόκαλά μου.

"Αυτός θα έρθει και θα τελειώσει το έργο του".
"Αποφάσισε να το ξαναφτιάξει".
"Από την αρχή. Θα το τελειώσει και όλα θα αλλάξουν. Θα επιστρέψουμε εδώ. Στον Κήπο των πρώτων μας χρόνων".
Ακουμπούσε στα μισοτελειωμένα Δέντρα και με κοίταζε.

"Έτσι όπως είναι τώρα", είπα χωρίς να σηκώσω τα μάτια μου πάνω της, "μου φαίνεται τόσο ασήμαντο." Σταμάτησα και την κοίταξα.  "Δεν θα 'ρθει, το ξέρεις".

"Πώς μπορείς να μιλάς έτσι;" , φώναξε αναταράζοντας την πηχτή ακόμη θάλασσα.
"Αυτός θα έρθει και θα τελειώσει το έργο του".
"Αποφάσισε να το ξαναφτιάξει".
"Σκούπιζε"
"Σκούπιζε"
"Σκούπιζε"



αναρώτηση

Καθόμουν στη σκεπή κι ύστερα δεν ήξερα πώς είχα βρεθεί εκεί κι ύστερα καθόμουν στη σκεπή.

Ολόγυρα νερά που γυάλιζαν και λίκνιζαν τον όγκο τους στροβιλιστά κι ήτανε νύχτα κι ήταν μαύρα τα νερά, μαύρα νερά σαν από πεθαμένα ποτάμια.

Ολόγυρα μαύρα νερά κι έλεγα "πώς ανέβηκα εδώ" κι έλεγα "πώς θα κατέβω".

Τότε θυμήθηκα, είχα ξεχάσει και θυμήθηκα, ήμουν πάνω στη σκεπή και ξαφνικά θυμήθηκα. 

Και τότε είπα "μονάχα να κλάψω μπορώ τώρα, τώρα που θυμήθηκα, μόνο να κλάψω".

Κι έκλαψα γιατί πριν θυμηθώ ήμουν αγνώμονας, αγνός και άγνωρος, ήμουν καθαγιασμένος από την απουσία κι ήμουν ένοχος, πορφυρός κι ένοχος σαν τους όμορφους νεκρούς, αλλά τώρα πια δεν ήμουν.

Έκλαιγα με νερό και το βλεπα να κυλάει από τη στέγη για να βρει το άλλο, το πολύ, το μαύρο νερό.

Και τότε είδα στις γύρω στέγες κι άλλους που δεν φαινόταν πολύ καλά αλλά το ήξερα πως έκλαιγαν όπως έκλαιγα κι εγώ, κλαίγαμε για να τιμήσουμε το μαύρο νερό και την κακοφορμισμένη αγάπη που δεν ξέραμε πια που να τη βρούμε.

Έκλαιγα και τα δάκρυά μου όλο γέμιζαν τα νερά κάτω από τις στέγες, έκλαιγα κι έλεγα "κάνε να ξεχάσω, να ξαναγίνω θαύμα κι ας μην ξέρω, μόνο κάνε να ξεχάσω".


Καθόμουν στη σκεπή κι ύστερα δεν ήξερα πώς είχα βρεθεί εκεί κι ύστερα καθόμουν στη σκεπή.

ο Καιρός της Σιωπής


Και τότε έγινε σιωπή.
Για μέρες, τίποτε άλλο από σιωπή.

Όχι, δεν κλειστήκαμε στα σπίτια μας, δεν άρχισαν οι ομαδικές αυτοκτονίες, δεν υπήρξε έξαρση βιαιοτήτων. Μόνο σιωπή. Ξυπνούσαμε όπως κάθε μέρα, πηγαίναμε στη δουλειά μας, πλέναμε τα αυτοκίνητα και τα ρούχα μας, θυμώναμε και φιλιώναμε. Όπως κάθε μέρα. Μόνο που όλα τα κάναμε στη σιωπή. Λες κι είχαμε μιλήσει αρκετά όλη την υπόλοιπη ζωή μας και μια μέρα μας τέλειωσαν απλά οι λέξεις. Λες και το είχαμε σχεδιάσει, μια μυστική άρρητη συμφωνία που μπήκε σε ισχύ παντού, ταυτόχρονα.
     Όχι πως αναρωτήθηκε κανείς μας ποτέ "γιατί". Γνωρίζαμε όλοι μας πως μόνο έτσι θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε μετά από όσα είχαμε μάθει, μετά από κείνη τη φοβερή αποκάλυψη που σάρωσε και ακύρωσε τα πάντα, όλα όσα γνωρίζαμε, όλα εκείνα για τα οποία η ανθρωπότητα πάλευε και μοχθούσε από τις απαρχές της. 
     Όχι, δεν τα ακύρωσε απλώς. Τα εκμηδένισε.
    Πέρασαν μήνες ολόκληροι. Στη σιωπή. Σιγά σιγά και η μουσική ακόμη άρχισε να μας ενοχλεί, οι πόρτες που έτριζαν, οι ήχοι από τα βραχιόλια των γυναικών, τα ίδια μας τα βήματα κι έτσι αρχίσαμε να περπατάμε ακροπατώντας, να μετακινούμαστε όσο πιο απαλά γίνεται και να κάνουμε τον λιγότερο δυνατό θόρυβο, λες κι ο παραμικρός ήχος μπορούσε να πληγώσει το κενό που είχε καταβροχθίσει τη σκέψη μας και να μας αφήσει αβοήθητους να αιμορραγούμε κάτω από τον άδειο πια ουρανό. 
     Πέρασε καιρός.

Κάποιο βράδυ, λίγο πριν μας πάρει ο ύπνος, στο μεταίχμιο εκείνο που η συνείδησή μας λιώνει γλυκά και κατακρημνίζεται σε βελούδινα βάραθρα, μας ήρθε η σκέψη. Σε όλους μαζί, ταυτόχρονα. Η Λύση. 
      Η απόφαση να ξεχάσουμε.

Το άλλο πρωί νιώσαμε κάπως μουδιασμένοι όταν πήγαμε να μιλήσουμε, αλλά δεν δώσαμε ιδιαίτερη σημασία. Μέρες μετά κάποιοι από εμάς αρχίσαμε να θυμόμαστε και να μιλάμε για ένα μεγάλο διάστημα που είχαμε περάσει όλοι στη σιωπή, αλλά πολύ λίγοι μας άκουσαν. Έτσι κι αλλιώς κανείς μας ποτέ δεν κατάφερε να θυμηθεί εκείνο που αποφασίσαμε να ξεχάσουμε.
     
Ο θόρυβος έχει πια επιστρέψει.