Ταχιά ‘ρχεται χινόπωρος

Πέρα, επάνω στα σκοτεινιασμένα νέφη, μπορούσαμε να δούμε τα αχνά σώματα των ατμών καθώς υγροποιούνταν, έστεκαν λίγο μετέωρα κι έπειτα έπεφταν προς τα εμάς.
Έβρεχε.
Το νερό έγλυφε τρεμουλιαστά το γυμνό χώμα και οι πρώτες λακκούβες σχηματίστηκαν γύρω απ' τα ακίνητά μας πόδια. Σταθήκαμε μες τη βροχή, σε στάση προσοχής, ώρα πολλή. Το νερό χάιδευε τα μέτωπά μας δημιουργώντας μια προσμονή που ράγιζε τις ανάσες μας.

Έπειτα κάτι έσπασε στην ατμόσφαιρα, κάτι βαθύ και ευωδιαστό, έρωτας που χρόνιζε πάνω στις ροδιές περιμένοντας νερό και φρέσκο αγέρι. Η βροχή δυνάμωσε. Ολόγυρά μας, τα πιο βαθιά χρώματα ανέτειλαν τρυφερά. Μύρισε πράσινο χώμα, πεύκο, σύκο.

Βαθιά στη γη κάτι ανείπωτο σείστηκε απαλά σαν να γυρνούσε στο ένα πλευρό.

Έπειτα καταλάβαμε πως είχε φτάσει πια κι έπειτα ο χρόνος ανάσανε, άφησε το τραγούδι στα χείλη μας και περίμενε υπομονετικά να το φιλήσουμε...

Ο χ'μώνας κι ου χινόπωρος αντάμα τρών' και πίνουν
Κι κάλεσαν την άνοιξη να πάει να τη φιλέψουν
Κι η άνοιξη καμάρουνι-καμάρουνι δεν πάει
-Τι καμαρώνεις άνοιξη με τα λουλούδια από ‘χεις;
Εσύ έχεις ασπρολεύκαδα εγώ έχω παλικάρια
Εσύ έχεις τα τσιγκόδεντρα κι εγώ έχω τους γερόντους
Εσύ έχεις τις αγριογκορτσιές εγώ έχω τις μπαμπίτσες
Εσύ έχεις τις τριανταφυλλιές εγώ έχω τις νυφίτσες
Εσύ έχεις το βασιλικό εγώ έχω τα κοτσύφια
Εσύ έχεις τα μαυρόγιτσια, εγώ έχω τα παιδάκια
Ταχιά ‘ρχεται χινόπωρος και θα στα μαραγκιάσει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου